Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφίξιμο το [sfíksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφίγγω. I1α. Tο ~ της μέσης / του λαιμού. Tο ~ του χεριού, κράτημα με δύναμη και με πίεση, συχνά ως θερμός χαιρετισμός. β. πολύ καλή στερέωση: Tο ~ της βίδας / του σπάγγου. 2. το αίσθημα που προκαλείται από μυϊκή σύσπαση: Έχω / αισθάνομαι ένα ~ στο στομάχι / στην καρδιά και μτφ. η ψυχική κατάσταση που δημιουργεί ένα δυσάρεστο συναίσθημα. 3. πήξιμο. II. (μτφ., οικ.) πίεση, εξαναγκασμός: Tα παιδιά θέλουν ~ για να διαβάσουν. Έχω μεγάλο ~, αντιμετωπίζω δυσκολίες, π.χ. οικονομικά προβλήματα, υπερβολική δουλειά κτλ.
[σφιξ- (σφίγγω) -ιμο]