Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφίξη η [sfíksi] Ο31 : (λαϊκ.) 1. μεγάλη ανάγκη: Έχει μεγάλη ~ για λεφτά αυτό τον καιρό. 2. δυσκοιλιότητα: Tον έπιασε ~.
[1: μσν. σφίξις (-σις > -ση) < αρχ. σφίγξις `σφιχτό δέσιμο΄ με αποβ. του [ŋ] πριν από [g] · 2: ελνστ. σημ.]