Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφίγγα η [sfíŋga] Ο25 : 1.Σφίγγα: α. στην αρχαία ελληνική μυθολογία, τέρας με σώμα φτερωτού λιονταριού, με στήθος και κεφάλι γυναίκας και με ουρά φιδιού, που υπέβαλλε στους περαστικούς άλυτα αινίγματα: Παράσταση του Οιδίποδα και της Σφίγγας σε αττικό αγγείο. β. στην αιγυπτιακή τέχνη, άγαλμα του παραπάνω τέρατος, με αντρική μορφή, που ήταν προσωποποίηση της βασιλικής εξουσίας: Οι Σφίγγες της Γκίζας. 2. (μτφ.) άνθρωπος αινιγματικός, που αποφεύγει να εκφράσει τις σκέψεις του ή τις εκφράζει με τρόπο διφορούμενο: Aυτός είναι σκέτη ~.
[λόγ.: 1: αρχ. Σφίγξ, αιτ. Σφίγγα· 2: σημδ. γαλλ. sphinx < λατ. sphinx < αρχ. Σφιγγ- (Σφίγξ)]