Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφήνα η [sfína] Ο25 : 1α.κομμάτι από ξύλο ή από μέταλλο, σε σχήμα πρίσματος, του οποίου το ένα άκρο που είναι αιχμηρό πιέζεται με δύναμη ανάμεσα σε δύο σώματα, για να τα χωρίσει ή για να τα στερεώσει: H σιδερένια ~ του λιθοξόου. Kρατώ ανοιχτή την πόρτα με μια ξύλινη ~. β. ό,τι μοιάζει στο σχήμα ή στη λειτουργία με σφήνα: ~ μηχανής, εξάρτημα με το οποίο συνδέονται διάφορα στοιχεία μεταξύ τους. 2. (μτφ.) ό,τι παρεμβάλλεται σε μια διαδικασία ή σε μια πορεία και εμποδίζει τη συνεχή και ομαλή εξέλιξη ή κίνησή της: Διαφημιστικές σφήνες, που προβάλλονται κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος. Mπαίνει (σαν) ~ ανάμεσα στα αυτοκίνητα που κινούνται κανονικά. Ο παίχτης δημιουργεί μια ~, μπαίνει σαν σφήνα στην αντίπαλη ομάδα. ~ του B κόμματος στην προσπάθεια συνεργασίας του A και Γ κόμματος, εμπόδιο που παρεμβάλλεται.
[αρχ. σφήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. κατά τη σκίζα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφηνάκι το [sfináki] Ο44α : μικρό ποτήρι για δυνατό ποτό, καθώς και το περιεχόμενό του: Ήπιε ένα ~.
[σφήν(α) -άκι]