Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφάχτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφάχτης 1 ο [sfáxtis] Ο10 : (λαϊκότρ.) αυτός που δουλεύει σε σφαγείο· σφαγέας1.

[μσν. σφάχτης < ελνστ. σφάκτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφάχτης 2 ο : (οικ.) δυνατός πόνος, συνήθ. στα πλευρά γύρω από τη μέση: M΄ έπιασε ένας ~!

[< σφάχτης 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες