Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφάξιμο το [sfáksimo] Ο50 : η ενέργεια του σφάζω1: Tο ~ του αρνιού / της κότας. Tο ~ των αιχμαλώτων, σφαγή. (έκφρ., ως απειλή) θέλεις / θέλει ~, σου / του χρειάζεται σκληρή τιμωρία.
[σφαξ- (σφάζω) -ιμο]