Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφάλμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφάλμα το [sfálma] Ο48 : ΣYN λάθος. 1. ενέργεια ή παράλειψη που έρχεται σε αντίθεση με τους ηθικούς, θρησκευτικούς ή κοινωνικούς κανόνες: Εξομολογούμαι / ομολογώ τα σφάλματά μου. Πληρώνει τα σφάλματα της νιότης του. Έχει υποπέσει επανειλημμένα σε ασυγχώρητα σφάλματα. 2. λανθασμένη κρίση, απόφαση ή ενέργεια: Ήταν ~ να βασιστώ στη βοήθειά του. Ήταν μεγάλο ~ η αγορά αυτού του σπιτιού. || υπαιτιότητα: H ματαίωση της εκδρομής δεν οφείλεται σε δικό μου ~. 3α. παρέκκλιση από τους κανόνες μιας επιστήμης, τέχνης, τεχνικής κτλ.: Γραμματικά / συντακτικά / τυπογραφικά / λογιστικά σφάλματα. β. η απόκλιση που παρουσιάζει ένα φυσικό μέγεθος, που το έχουν μετρήσει ή υπολογίσει, από την αληθινή ή ακριβή τιμή του: ~ απόλυτο / σχετικό / τυχαίο. ~ συστηματικό, από μόνιμες αιτίες.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. σφάλμα· 3: σημδ. γαλλ. erreur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες