Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφάλλω [sfálo] Ρ πρτ. έσφαλλα, αόρ. έσφαλα, απαρέμφ. σφάλει, μππ. εσφαλμένος* : κάνω σφάλμα, ενεργώ λανθασμένα ή σχηματίζω λανθασμένη γνώμη: Ομολογώ ότι έσφαλα, έφταιξα. Σφάλλεις αν πιστεύεις ότι θα με μεταπείσεις, κάνεις λάθος.
[λόγ. < αρχ. σφάλλω `κάνω κπ. να πέσει΄, σφάλλομαι `κάνω λάθος΄]