Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφάλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφάλισμα το [sfálizma] Ο49 : η ενέργεια του σφαλίζω.

[μσν. σφάλισμα < σφαλισ- (σφαλίζω) -μα (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἀσφάλισμα `εγγύηση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες