Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφάγιο το [sfájio] Ο40 : 1.ζώο που πρόκειται να το σφάξουν ή που το έχουν σφάξει, για να καταναλωθεί ως τροφή: Ο κτηνιατρικός έλεγχος των σφαγίων. 2. στην αρχαιότητα, ζώο που προοριζόταν για θυσία στους θεούς.
[λόγ. < αρχ. σφάγιον (στη σημ. 2)]