Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συχώριο το [sixórjo] Ο39 : (οικ.) συγχώρηση, κυρίως άφεση αμαρτιών. ΦΡ μπουκιά* και ~.
[μσν. συγχώριον < συγχωρ(ώ) -ιον (αποβ. του [ŋ] πριν από [x] )]