Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συχωρεμένος -η -ο [sixoreménos] & σχωρεμένος -η -ο [sxoreménos] Ε3 : (οικ.) 1. που τον έχουν συγχωρήσει· συγχωρημένος: ~ να ΄σαι, απάντηση σε αίτηση συγγνώμης. 2. μακαρίτης: Ο ~ ο πατέρας μου. H γιαγιά μου η συχωρεμένη. || (ως ουσ.): Ο ~ / η συχωρεμένη άφησε μεγάλη περιουσία.
[μππ. του συχωρώ· συγκ. του άτ. [i] ]