Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συχνουρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συχνουρία η [sixnuría] & συχνοουρία η [sixnouría] Ο25 : (ιατρ.) πολύ συχνή ούρηση, με αποβολή μικρής ποσότητας ούρων· (πρβ. πολυουρία).

[λόγ. < γαλλ. sychnurie < sychn(o)- < αρχ. συχν(όν) (-ο-) + -urie = -ουρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες