Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσχέτιση η [sisxétisi] Ο33 : η ενέργεια του συσχετίζω, ο καθορισμός των σχέσεων ανάμεσα σε φαινόμενα, γεγονότα ή πρόσωπα: H ~ των τεκμηρίων και των καταθέσεων των μαρτύρων οδήγησε στη σύλληψη του δράστη.
[λόγ. συσχετι- (συσχετίζω) -σις > -ση]