Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσφίγγω [sisfíŋgo] -ομαι Ρ συνέσφιξα και (προφ.) σύσφιξα, απαρέμφ. συσφίξει, παθ. αόρ. συσφίχθηκα, απαρέμφ. συσφιχθεί : 1.σφίγγω μαζί και δυνατά δύο σημεία συνδέσεως. 2. (μτφ.): ~ τις σχέσεις / τους δεσμούς κτλ., τους κάνω πολύ στενούς: Mε την ανταλλαγή πολιτιστικών αγαθών συσφίγγονται οι σχέσεις των κρατών.
[λόγ.: 1: ελνστ. συσφίγγω· 2: σημδ. γαλλ. resserrer]