Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συστολή 1 η [sistolí] Ο29 : 1.ANT διαστολή. α. (φυσ.) η μείωση του όγκου ενός σώματος, όταν μειώνεται η θερμοκρασία του. β. (φυσιολ.) περιορισμός των διαστάσεων ενός οργάνου του σώματος υπό την επίδραση κάποιου ερεθίσματος: Συστολές της καρδιάς, συσταλτικές κινήσεις με τις οποίες μειώνεται η χωρητικότητα των κοιλιών και των κόλπων της καρδιάς με συνέπεια να εξωθείται το αίμα στα αγγεία. Έκτακτη ~, συστολή της καρδιάς, ανάμεσα σε δύο φυσιολογικές. 2. στην αρχαία ελληνική γραμματική, βράχυνση.
[λόγ.: 1α: ελνστ. συστολή `περιορισμός΄ σημδ. γαλλ. contraction· 1β, 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συστολή 2 η : η στάση και η συμπεριφορά ενός συνεσταλμένου ανθρώπου, η συγκρατημένη και αμήχανη στάση που εκδηλώνει σεβασμό προς κπ. άλλον ή έλλειψη αυτοπεποίθησης.
[λόγ. < ελνστ. συστολή `καταστολή΄ κατά τη σημ. του συστέλλομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συστολή 3 η : (τεχν.) μικρό κομμάτι σωλήνα, του οποίου τα άκρα έχουν διαφορετική διάμετρο.
[λόγ. < συστολή 1 σημδ. γαλλ. contracture]