Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συστηματοποιώ [sistimatopió] -ούμαι Ρ10.9 : οργανώνω μια δραστηριότητα με βάση ένα σύστημα, μια ορθολογική μέθοδο: ~ τις εμπορικές εξαγωγές. Συστηματοποιήθηκαν οι έρευνες για την ανακάλυψη κοιτασμάτων. ~ τις γνώσεις μου, τις εντάσσω σε τομείς και εμβαθύνω σε αυτές. Συστηματοποιημένες γνώσεις. ANT ασυστηματοποίητες.
[λόγ. συστηματ- (σύστημα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. systématiser '85 αρχ. σύστημα]