Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσσωρεύω [sisorévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.συγκεντρώνω πολλά αντικείμενα, ουσίες κτλ. σε μικρό σχετικά χώρο ή σε ακατάλληλη θέση: Tα βιβλία συσσωρεύονται στις αποθήκες και δεν είναι προσιτά στους αναγνώστες. Ο οργανισμός συσσωρεύει άχρηστες φαρμακευτικές ουσίες και δεν μπορεί να τις αποβάλει. 2. αυξάνω κτ., προσθέτοντας συνεχώς νέα στοιχεία σε αυτά που ήδη υπάρχουν: Οι πόλεμοι συσσωρεύουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οι ηλικιωμένοι διαθέτουν συσσωρευμένη πείρα πολλών ετών. Συσσωρεύονται τα πλούτη / τα χρέη.
[λόγ. < ελνστ. συσσωρεύω]