Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσπώ [sispó] -ώμαι Ρ10.8 (συνήθ. παθ.) : προκαλώ σύσπαση: Συσπώνται οι μύες / τα χαρακτηριστικά του προσώπου.
[λόγ. < αρχ. συσπῶ `συστέλλω΄ σημδ. γαλλ. contracter]