Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσπείρωση η [sispírosi] Ο33 : 1.(λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσπειρώνω1. 2. (γυμν.) θέση κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στα χέρια και στα δάχτυλα των ποδιών και τα πόδια είναι λυγισμένα προς το στήθος. 3. συγκέντρωση ατόμων γύρω από ένα πολιτικό, θρησκευτικό ή ιδεολογικό κέντρο και στενή συνεργασία για την επίτευξη ενός κοινού στόχου: Tο νέο κόμμα έγινε πόλος συσπείρωσης των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων.
[λόγ. συσπειρω- (δες συσπειρώνω) -σις > -ση]