Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσκότιση η [siskótisi] Ο33 : 1α.το σκοτείνιασμα ενός χώρου με ελάττωση της έντασης του φυσικού ή του τεχνητού φωτισμού: Kατά τη διάρκεια του πολέμου είχε επιβληθεί ~ όλων των κτιρίων. β. μπλακ άουτ. 2. (μτφ.) σύγχυση που δημιουργείται συνήθ. εσκεμμένα και η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη συγκάλυψη των πραγματικών περιστατικών ή των αιτίων μιας κατάστασης.
[λόγ.: 1: συσκοτι- (συσκοτίζω) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. obscurcissement]