Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσκοτίζω [siskotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω συσκότιση1. 2. (μτφ.) προκαλώ σύγχυση που έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση: H επέμβασή του μάλλον συσκότισε παρά διαλεύκανε την υπόθεση. || H μεγάλη θλίψη συσκοτίζει το λογικό.
[λόγ.: 1: μσν. συσκοτίζω < ελνστ. συσκοτ(άζω) μεταπλ. -ίζω· 2: σημδ. γαλλ. obscurcir]