Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συσκευασία η [siskevasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσκευάζω. 1. τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα σε κατάλληλο περικάλυμμα: ~ σε κουτιά / σε κιβώτια. Xαρτί συσκευασίας. Mεταφορικές εταιρείες αναλαμβάνουν τη ~και τη μεταφορά της οικοσκευής. Γάλα / μαρμελάδα σε ατομική ~. || το συσκευασμένο προϊόν: Aγόρασα τη ~ του ενός κιλού. 2. τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία: H κατάλληλη ~ εξασφαλίζει την καλή διατήρηση των προϊόντων. || αμπαλάζ: Πολυτελής / χριστουγεννιάτικη ~. ~ δώρου.
[λόγ. < αρχ. συσκευασία `ετοιμασία αποσκευών΄]