Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρόμενος -η -ο [sirómenos] Ε5 : που σύρεται. || (ειδ.) για κτ. που ανοίγει και κλείνει, όταν το σύρουμε πλάγια και παράλληλα προς μια επιφάνεια, της οποίας αποτελεί κινητό τμήμα· συρτός: Συρόμενη πόρτα. Συρό μενη οροφή αυτοκινήτου. Συρόμενα παράθυρα.
[λόγ. μπε. του αρχ. σύρω]