Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρφετός ο [sirfetós] Ο17 : (μειωτ.) για ασύνταχτο πλήθος ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα: Ο στρατός των σταυροφόρων δημιουργήθηκε από ένα συρφετό εξαθλιωμένων χωρικών. || (επέκτ.) για οποιαδήποτε συνάθροιση ετερόκλητου πλήθους: Kάθε Kυριακή μαζεύεται ~ στα γήπεδα.
[λόγ. < αρχ. συρφετός]