Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρροή η [siroí] Ο29 : η ενέργεια του συρρέω. 1α. μετακίνηση μεγάλου αριθμού ατόμων και συγκέντρωση σε ένα χώρο: Παρατηρείται μεγάλη ~ παραθεριστών στα ελληνικά νησιά. || αθρόα προσέλευση: Στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου σημειώνεται μεγάλη ~. β. συσσώρευση: H ~ πολλών δυσμενών παραγόντων οδήγησε στην αποτυχία. || (νομ.) ~ εγκλημάτων, εκτέλεση πολλών αδικημάτων ή εγκλημάτων από το ίδιο πρόσωπο. (έκφρ.) κατά συρροή(ν): Kαταδικάστηκε για κλοπές κατά συρροήν. Ψεύδεται κατά συρροήν. 2. συμβολή νερών.
[λόγ. < ελνστ. συρροή (κυριολ.), κατά τη σημ. του συρρέω]