Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρράπτω [sirápto] -ομαι Ρ αόρ. συνέρραψα, απαρέμφ. συρράψει, παθ. αόρ. συρράφθηκα, απαρέμφ. συρραφθεί, μππ. συρραμμένος : (λόγ.) 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα κομμάτια υφάσματος, δέρματος ή άλλου υλικού. 2. (μτφ.) κάνω συρραφή2 αποσπασμάτων ή στοιχείων από διάφορες πηγές.
[λόγ. < αρχ. συρράπτω (στη σημ. 1)]