Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρματόσκοινο το [sirmatóskino] & συρματόσχοινο το [sirmatós
ino] Ο41 : είδος σκοινιού που σχηματίζεται από δέσμες λεπτών χαλύβδινων συρμάτων, οι οποίες τυλίγονται ελικοειδώς γύρω από ένα καννάβινο νήμα, και που χρησιμοποιείται για ανάρτηση βαρών, για αγκυρώσεις τεχνικών έργων κτλ. [λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + σχοιν(ίον) -ον μτφρδ. αγγλ. wire rope ή γερμ. Drahtseil και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]