Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συρίγγιο το [siríngio] Ο40 : (ιατρ.) παθολογικός πόρος που συνδέει δύο όργανα ή ένα όργανο με την εξωτερική επιφάνεια του σώματος και από τον οποίο διοχετεύεται πύον ή άλλα παθολογικά υγρά.
[λόγ. < ελνστ. συρίγγιον `μικρό έλκος΄ υποκορ. του αρχ. σῦριγξ (δες σύριγγα 2) σημδ. γαλλ. fistule]