Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνυφαίνω [siniféno] -ομαι Ρ7.2 : 1.(σπάν.) υφαίνω μαζί, παρεμβάλλω κατά την ύφανση κάποιο διαφορετικό υλικό. 2. (μτφ.) α. ~ συνωμοσία / συκοφαντία κτλ., συνωμοτώ, συκοφαντώ· εξυφαίνω συνωμοσία / συκοφαντία. β. (συνήθ. στη μππ., με αφηρ. ουσ.) για κτ. που αναπτύσσεται μαζί με κτ. άλλο ή που βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση με κτ. άλλο: H λύση του κυκλοφοριακού προβλήματος είναι άμεσα συνυφασμένη με τη δημιουργία οδικών αρτηριών. Στην τέχνη του λόγου, γλώσσα και ύφος είναι στενά συνυφασμένα. Kαταστάσεις που η μία συνυφαίνεται με την άλλη.
[λόγ. < αρχ. συνυφαίνω (2β: σημδ. αγγλ. interweave)]