Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντόμευση η [sindómefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντομεύω: H ~ του χρόνου της διαδρομής κατά μία ώρα. H ~ του δρόμου κατά ένα χιλιόμετρο.
[λόγ. συντομεύ(ω) -σις > -ση]