Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντυχαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντυχαίνω [sintixéno] Ρ αόρ. σύντυχα, απαρέμφ. συντύχει : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ, ανταμώνω.

[μσν. συντυχάνω < αρχ. συντυγχάνω με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] και μεταπλ. κατά το τυγχάνω > τυχαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες