Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντρόφι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντρόφι το [sindrófi] Ο44 : (μειωτ. ή πειραχτικά) σύντροφος, κυρίως στη σημ. 1γ.

[σύντροφ(ος) υποκορ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφία η [sindrofía] Ο25 : Σία.

[λόγ. σύντροφ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. compagnie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφιά η [sindrofxá] Ο24 : 1α.η παρουσία ενός προσώπου κοντά σε κάποιο άλλο για κοινωνική συναναστροφή, για ηθική συμπαράσταση, για φιλική εξυπηρέτηση κτλ.: Είμαι πολύ μόνος, μου λείπει η ~ / η ~ των φίλων. Δε μου αρέσει η ~ αυτού του ανθρώπου, η συναναστροφή μαζί του. H γιαγιά έχει ~ τα εγγονάκια της. (έκφρ.) κάνω / κρατώ ~ σε κπ., τον συντροφεύω: Έλα το απόγευμα να μου κάνεις ~. Όταν ήμουν άρρωστη, μου κρατούσαν ~ οι φίλες μου. β. (ως επίρρ.) μαζί: Πήγαμε περίπατο ~. 2α. ομάδα, σύνολο φιλικών προσώπων, φιλικός κύκλος· παρέα1: Είμαστε μια χαρούμενη ~. Είναι κοινωνικός άνθρωπος και έχει πολλές συντροφιές. Ήρθε με τη ~ του. Έμπλεξε με κακές συντροφιές, συναναστροφές. β. όμιλος προσώπων που συνδέονται με κοινά ενδιαφέροντα: Λογοτεχνικές συντροφιές. || συνήθ. ως τίτλος μικρών οργανωμένων ομίλων: Φιλολογική Συντροφιά.

[μσν. συντροφία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ελνστ. σημ.: `συναναστροφή΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφιάζω [sindrofxázo] Ρ2.1α μππ. συντροφιασμένος : (λογοτ.) κάνω συντροφιά, συνήθ. στη μππ.

[μσν. συντροφιάζω < σύντρο φ(ος) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφιαστός -ή -ό [sindrofxastós] Ε1 : (λαϊκότρ., οικ.) που βρίσκεται συντροφιά με κπ.: Πήραν συντροφιαστές το δρόμο του γυρισμού. συντροφιαστά ΕΠIΡΡ.

[συντροφιασ- (συντροφιάζω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφικός -ή -ό [sindrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σύντροφο ή στη συντροφιά, που γίνεται ή που υπάρχει με τη συντροφιά ή με τη βοήθεια των άλλων: Συντροφική συζήτηση / αλληλεγγύη. Συντροφικό τραπέζι, φιλικό. συντροφικά ΕΠIΡΡ μαζί και φιλικά.

[μσν. συντροφικός < σύντροφ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφικότητα η [sindrofikótita] Ο28 : η ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει μεταξύ συντρόφων: Οι μαθητές καλλιέργησαν το πνεύμα της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας. H ~ συνδέει τους συζύγους.

[λόγ. σύντροφικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες