Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντροφιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντροφιάζω [sindrofxázo] Ρ2.1α μππ. συντροφιασμένος : (λογοτ.) κάνω συντροφιά, συνήθ. στη μππ.

[μσν. συντροφιάζω < σύντρο φ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες