Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντροφεύω [sindrofévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.μένω κοντά σε κπ. ή τον ακολουθώ σε κάποια μετακίνησή του, για να του προσφέρω βοήθεια ή ψυχική συμπαράσταση, του κρατώ συντροφιά: Kάθε μέρα πηγαίνει στους γέρους γονείς του και τους συντροφεύει. Στα ταξίδια του τον συντρόφευε πάντα ο γιος του / η γυναίκα του. || (πληθ., σπάν.) για αλληλοπάθεια: Mε ποιον να συντροφευτεί, εδώ στον ξένο τόπο; 2. (μτφ.) για κτ. που ακολουθεί κπ. διαρκώς, μόνιμα: H ευχή της μάνας του τον συντρόφευε σε όλες τις δύσκολες ώρες. || (ειρ.): H ατυχία τον συντρόφεψε σ΄ όλη του τη ζωή.
[μσν. συντροφεύω < σύντροφ(ος) -εύω]