Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντριπτικός -ή -ό [sindriptikós] Ε1 : 1.που είναι τόσο μεγάλος, τόσο ισχυρός ώστε να προκαλεί τη συντριβή, την εκμηδένιση του αντιπάλου: Οι αποδείξεις ήταν συντριπτικές για τον κατηγορούμενο. || πολύ μεγάλος: H συντριπτική πλειοψηφία του λαού ψήφισε το κυβερνητικό κόμμα. H υπεροχή των προϊόντων της εταιρείας μας είναι συντριπτική. 2. (ιατρ.) συντριπτικό κάταγμα, σπάσιμο του οστού σε πολλά μικρά κομμάτια.
συντριπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. συντριπτικός `που συντρίβει΄ < συντριπ- (συντρίβω) -τικός & σημδ. γαλλ. écrasant]