Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντριβή η [sindriví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντρίβω. 1. η ολική καταστροφή που παθαίνει κτ., το κομμάτιασμά του, συνήθ. ύστερα από πτώση ή πρόσκρουση: H ~ του αεροπλάνου / του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) α. ολοκληρωτική ήττα στο πεδίο της μάχης ή γενικά σε έναν αγώνα επικράτησης: H ναυμαχία έληξε με τη ~ των αντιπάλων. Tο κυβερνών κόμμα έπαθε / υπέστη ~ στις εκλογές. β. βαθιά θλίψη που συνταράσσει την ψυχή του ανθρώπου: Ομολόγησε με ~ τα σφάλματά του, με ειλικρινή μετάνοια. H ~ για το αδόκητο γεγονός ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
[λόγ. < ελνστ. συντριβή]