Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντρίβω [sindrívo] -ομαι Ρ αόρ. συνέτριψα και (προφ.) σύντριψα, απαρέμφ. συντρίψει, παθ. αόρ. συντρίφτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετρίβη, συνετρίβησαν, απαρέμφ. συντριφτεί και συντριβεί, μππ. συντριμμένος και συντετριμμένος* : 1.(συνήθ. παθ.) για κτ. που καταστρέφεται εντελώς, που γίνεται κομμάτια, συνήθ. ύστερα από πτώση ή πρόσκρουση: Είδα το αεροπλάνο να πέφτει και να συντρίβεται στο έδαφος. Tο αυτοκίνητο συντρίφτηκε επάνω στο βράχο / στον τοίχο. 2. (μτφ.) α. νικώ ολοκληρωτικά και καταστρέφω τον εχθρό στο πεδίο της μάχης ή γενικά εξουδετερώνω τον αντίπαλο σε έναν αγώνα επικράτησης: Ο ελληνικός στρατός συνέτρι ψε τους εισβολείς. Kατόρθωσε να συντρίψει τους ανταγωνιστές του / τους πολιτικούς του αντιπάλους. β. προκαλώ συντριβή, πολύ βαθιά θλίψη: Tον έχει συντρίψει ο θάνατος της γυναίκας του.
[λόγ. < αρχ. συντρίβω]