Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντρέχω [sindréxo] Ρ αόρ. συνέτρεξα και σύντρεξα, απαρέμφ. συντρέξει : 1.προσφέρω σε κπ. υλική ή ηθική συμπαράσταση: Δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον συντρέξει στη δυστυχία του. 2. (λόγ.) συντείνω, συμβάλλω: Πολλοί και ποικίλοι παράγοντες συνέτρεξαν στην ανατροπή των σχεδίων μας. (έκφρ.) δε συντρέχει (κανένας) λόγος, δεν υπάρχει (κανένας) λόγος.
[1: ελνστ. συντρέχω (δες συνδράμω)· 2: λόγ. < αρχ. συντρέχω]