Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντονιστής ο [sindonistís] Ο7 θηλ. συντονίστρια [sindonístria] Ο27 στη σημ. 1 : 1.αυτός που συντονίζει μια συλλογική δραστηριότητα: Ο ~ του έργου για την αποκατάσταση των προσφύγων. || Δεν πρέπει να κάνει άκαιρες παρεμβάσεις ο ~ μιας δημόσιας συζήτησης. 2. (ηλεκτρολ.) όργανο που χρησιμοποιείται για το συντονισμό κυκλωμάτων.
[λόγ.: 1: συντονισ- (συντονίζω) -τής· 2: σημδ. γαλλ. syntonisateur· λόγ. συντονισ(τής) -τρια]