Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντονισμένος -η -ο [sindonizménos] Ε3 μππ. του συντονίζω : που τον έχουν συντονίσει ή που έχει συντονιστεί. ANT ασυντόνιστος: Συντονισμένες ενέργειες.
συντονισμένα ΕΠIΡΡ: Πρέπει να δράσουμε ~. [λόγ. μππ. του συντονίζω]