Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντομεύω [sindomévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : περιορίζω κτ. ως προς τη διάρκεια ή ως προς την έκτασή του, το κάνω πιο σύντομο: Mε την ηλεκτροκίνηση των τρένων θα συντομευτεί η διαδρομή Aθήνα-Θεσσαλονίκη. Θα συντομεύσω λίγο την έκθεσή μου, γιατί είναι μεγάλη. Tο “Kος” είναι συντομευμένη μορφή της λέξης “κύριος”. || επιταχύνω το ρυθμό κάποιας δραστηριότητάς μου: Συντόμευε, μην αργείς. Συντομεύετε, παρακαλώ!, να είστε πιο σύντομος στην ομιλία σας.
[λόγ. σύντομ(ος) -εύω μτφρδ. γαλλ. abrèger (πρβ. ελνστ. συντομεύω `σταματώ απότομα΄)]