Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντελεστής ο [sindelestís] Ο7 : 1.άτομο ή παράγοντας που συντελεί σε κτ.: Οι συντελεστές μιας παράστασης / μιας διοργάνωσης, όσοι εργάστηκαν με οποιαδήποτε ιδιότητα για την πραγματοποίησή της. H παιδεία είναι ο κυριότερος ~ προόδου. H εργασία του ανθρώπου είναι ~ της οικονομίας. 2α. (μαθημ.) ο σταθερός πολλαπλασιαστής μιας μεταβλητής ποσότητας: Ο φόρος θα υπολογίζεται με σταθερό συντελεστή 2%. Ο ~ δόμησης στην (τάδε) περιοχή είναι 0,4. Kάθε άσκηση βαθμολογείται με διαφορετικό συντελεστή. β. (φυσ., τεχν.) χαρακτηριστικό μέγεθος για φυσικές ή τεχνικές ιδιότητες ή σχέσεις: ~ διαστολής / τριβής.
[λόγ. < αρχ. συντελεσ- (συντελώ) -τής μτφρδ. γαλλ. coefficient & συν. facteur & αγγλ. factor (διαφ. το ελνστ. συντελεστής `μέλος ένωσης γαιοκτημόνων που καταβάλλουν τους φόρους τους΄)]