Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντελεσμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συντελεσμένος -η -ο [sindelezménos] Ε3 μππ. του συντελώ : α.που έχει συντελεστεί, που έχει ολοκληρωθεί: H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα έγκλημα ήδη συντελεσμένο. β. (γραμμ.) ~ μέλλοντας, ο μέλλοντας που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα θα έχει ολοκληρωθεί στο μέλλον ύστερα από ορισμένο καιρό. συντελεσμένοι χρόνοι, οι συντελικοί χρόνοι.

[λόγ. μππ. < αρχ. συντελώ μτφρδ. αγγλ.(;) perfect]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες