Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συντείνω [sindíno] Ρ πρτ. και αόρ. συνέτεινα, απαρέμφ. συντείνει : συντε λώ, συμβάλλω στην επιτυχία κάποιου σκοπού: Mε τη διαλλακτικότητά του συνέτεινε αποφασιστικά στην υπογραφή της συμφωνίας. H σωστή διατροφή συντείνει πολύ στη διατήρηση της υγείας.
[λόγ. < αρχ. συντείνω]