Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταυτίζω [sindaftízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ταυτίζω κτ. με κτ. άλλο. 2. (παθ.) αποκτώ τις ίδιες συνήθειες, την ίδια νοοτροπία με κπ. άλλο: Δεν μπόρεσε να συνταυτιστεί με τους ανθρώπους αυτής της πόλης.
[λόγ. συν- ταυτίζω μτφρδ. γαλλ. s΄identifier]