Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταρακτικός -ή -ό [sindaraktikós] & συνταραχτικός -ή -ό [sindara xtikós] Ε1 : που προκαλεί πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκίνηση ή πολύ μεγάλη εντύπωση: Tο συνταρακτικό θέαμα μιας βομβαρδισμένης πόλης. Tα συνταρακτικά προβλήματα της σημερινής ανθρωπότητας. Οι πολιτικές εξελίξεις είναι συνταρακτικές. Συνταρακτικά γεγονότα.
συνταρακτικά & συνταραχτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συνταρακ- (συνταράσσω) -τικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]