Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταγματικός 1 -ή -ό [sindaγmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το σύνταγμα μιας χώρας: Συνταγματική αλλαγή. Συνταγματικό δίκαιο, κλάδος του δημόσιου δικαίου. || ~ χάρτης, το σύνταγμα. 2α. που είναι σύμφωνος με το σύνταγμα ή που απορρέει από αυτό: H επίμαχη διάταξη του νόμου κρίθηκε συνταγματική. ANT αντισυνταγματική. Tα συνταγματικά δικαιώματα του πολίτη. || ~ πολίτης, που συμμορφώνεται με τις επιταγές του συντάγματος. β. που ρυθμίζεται ή που περιορίζεται από το σύνταγμα: Συνταγματικό πολίτευμα. Συνταγματική βασιλεία. ~ βασιλιάς.
συνταγματικά ΕΠIΡΡ: Tα ~ κατοχυρωμένα δικαιώματα του πολίτη. [λόγ. συνταγματ- (σύνταγμα) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. constitutionnel]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταγματικός 2 -ή -ό : (γλωσσ.) που αναφέρεται στο σύνταγμα 3, στις σχέσεις των στοιχείων που εμφανίζονται στην αλυσίδα του λόγου. ANT παραδειγματικός2: ~ άξονας. Συνταγματικές σχέσεις. || (ως ουσ.) η συνταγματική, η μελέτη των συνταγμάτων.
[λόγ. < γαλλ. syntagmatique < syntagmat- (syntagme) = συνταγματ- (σύνταγμα)
32 -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. συνταγματικός `που αναφέρεται σε εγχειρίδιο΄)]