Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνταγματάρχης ο [sindaγmatárxis] Ο10 θηλ. συνταγματάρχης [sindaγmatárxis] & (προφ.) συνταγματαρχίνα [sindaγmatarxína] Ο26 : 1α. (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο. || (πληθ.) οι πρωταίτιοι της δικτατορίας της 21ης Aπριλίου 1967: Tο πραξικόπημα / η χούντα των συνταγματαρχών. β. (παλαιότ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο. 2. (θηλ.) α. γυναίκα που έχει το βαθμό του συνταγματάρχη1α. β. συνταγματαρχίνα, η γυναίκα του συνταγματάρχη.
[λόγ. < ελνστ. συνταγματάρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· συνταγματάρχ(ης) -ίνα]