Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοψίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνοψίζω [sinopsízo] -ομαι Ρ2.1 : παρουσιάζω με συντομία, προφορικά ή γραπτά, τα ουσιώδη στοιχεία που απαρτίζουν μια εκτενέστερη ενότητα: Mπορώ να συνοψίσω τις απόψεις μου στα εξής τρία σημεία… Συνοψίζοντας τα όσα είπαν οι συνομιλητές μου, θα ήθελα να καταλήξω σε ορισμένα συμπεράσματα.

[λόγ. < ελνστ. συνοψίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες